Στου σακακιού τη μέσα τσέπη τα χαρτιά
και τη λαχτάρα της πατρίδας στην καρδιά
μετρώ τα χρόνια με το χρόνο του ραγιά.
Τι πικρή που είναι, Θεέ μου, η ξενιτιά!
Κι η αγάπη μου κι αυτή σε χέρια άπονα,
πώς μου γράφει όλο μαχαίρια τα παράπονα.
Γκρίζες οι μέρες, γκρίζα και η γειτονιά
η καλημέρα λες και στάζει παγωνιά
το βράδυ ύπνος πιο νωρίς κι απ’ τα πουλιά.
Τι πικρή που είναι, Θεέ μου, η ξενιτιά!