Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες μαβιές, κόκκινες, κίτρινες. Τ’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο, τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο, τα μάτια της σιωπή.