Πίνω πληρώνω για το χθες μ’ άδειες Κυριακές
μια μπύρα μια, να κι άλλη μια σαν απειλή, σαν βρισιά
ψυχή μου πιες, πιες όσο θες μήπως και πάρεις στροφές.
Στρίβω και πέφτω στο στενό, πόσο σε ζητώ!
Kοιμάσαι αλλού, σκέψη αλλουνού σου τυραννάει το νοε.
Kι είναι πρωί, η πόρτα κλειστή, στόρια νεκρά, φώτα σβηστά,
παίρνω το δρόμο ξανά.