Όταν πήγες κάποιο πρωινό
κάπου σ’ έναν τόπο μακρινό.
περπάτησα, περπάτησα
ψηλά τον ήλιο κράτησα
μα ήσουν τόσο μακριά
μεγάλη έκανα ευχή να σταματήσει η βροχή
που ’πεφτε μέσα στην καρδιά.
Ταξιδιώτης μ’ ένα αγέρι
κι ένα σύννεφο
κίνησα ένα μεσημέρι
κι ήρθα να σε βρω.
Πίσω απ’ το μεγάλο ανήφορο
κύλαγε η ζωή σαν το νερό
ο δρόμος μου ο μακρινός
ο μολυβένιος ουρανός
δεν είχαν τέλος και αρχή
τα χέρια μου ανάψανε και τα φτερά μου κάψανε
μα ουδέ ποτάμι ούτε πηγή.
Ταξιδιώτης μ’ ένα αγέρι
κι ένα σύννεφο
κίνησα ένα μεσημέρι
κι ήρθα να σε βρω.