Είπα, ο καιρός είναι στη βροχή
πώς να σε νοιαστεί μια ξένη πόλη;
Κι έτσι, ξαφνικά, ένιωσα φτωχή.
Όπως νιώθουμ’ όλοι.
Άναψα το φως, το ‘σβησα ξανά
άγγιξα το κρύο μου κρεβάτι.
Κι είδα τον καημό να με τριγυρνά
να μου λέει κάτι.
Είπα, ο καιρός είναι στη νοτιά
κι έγραψα στο τζάμι τ’ όνομά του.
Κι έγιν’ η γραφή μια σταλαγματιά
δάκρυ του θανάτου.