Σαν νησιώτικη καντάδα π’ ανεβαίνει
στα παράθυρα της πάνω γειτονιάς,
τούτ’ η νύχτα του Μαγιού με κυριεύει,
ξεγελιέμαι και θαρρώ πως μου μιλάς.
Σου ’στρωνα κρεβάτι να κοιμάσαι,
γίνονταν το σπίτι μου μπαξές,
τώρα που να είσαι κι αν θα με θυμάσαι,
που να ταξιδεύεις, τι να λες.
Σαν νησιώτικο φεγγάρι ερωτευμένο
που σκαλώνει στα κλαριά της φλαμουριάς,
κάθε νύχτα στο περβάζι ακουμπισμένος
και η θύμησή σου, αχ, με τυραννά.