Τα κυπαρίσσια στέκονται
σαν πικραμένες μοίρες,
χάρε, αυτήν που πόνεσα,
γιατί, γιατί την πήρες.
Θέλω να βγω να χτυπηθώ
στο νιοσκαμμένο μνήμα, αχ,
μέσα στη νιότη χάθηκε,
τι άδικο, τι κρίμα.
Ξερά τα φύλλα τα πατώ
στο αργοπέρασμά μου,
τα δέντρα, λες πως κλαίν’ κι αυτά
μαζί με την καρδιά μου.
Θέλω να βγω να χτυπηθώ
στο νιοσκαμμένο μνήμα, αχ,
μέσα στη νιότη χάθηκε,
τι άδικο, τι κρίμα.
Εμαρμαρώσαν τα κλαδιά,
πουλιά δεν κελαηδούνε,
κλάψτε τα νιάτα, που στη γη
βαθιά, θα ξεχαστούνε.
Θέλω να βγω να χτυπηθώ
στο νιοσκαμμένο μνήμα, αχ,
μέσα στη νιότη χάθηκε,
τι άδικο, τι κρίμα.