Στους χρόνους της καταστροφής
είκοσι δυο και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρος σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια να ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα.