Έχω καημούς αγιάτρευτους βαθιά στα φυλλοκάρδια
και πάντα μελαγχολικό με βλέπουνε τα βράδια,
για μια κοπέλα όμορφη που γνώρισα ο καημένος,
μου έχει πάρει την καρδιά και ζω δυστυχισμένος.
Και σκέφτουμε ο δυστυχής, πως να την ανταμώσω,
κι απ’ το σεβντά που μ’ άναψε πως πρέπει να γλιτώσω,
είναι γλυκιά μελαχροινή, χαμοβατούσα, φίνα,
απ’ όσες κι αν εγνώρισα, αυτ’ ήταν η πιο φίνα.
Το ξέρει πως την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια,
για με πιστεύει, πως εγώ την επονώ στ’ αλήθεια,
μα εγώ τρελαίνουμαι γι’ αυτήν κι αν δεν την αποκτήσω,
τι να την κάνω τη ζωή, τι μ’ ωφελεί να ζήσω