Ψεύτικους όρκους πήρανε οι γλώσσες οι κακές
και άδικα με κλείσανε στις μαύρες φυλακές,
δεν ξέρω τι τους έκανα έτσι που μ’ έχουν μπλέξει,
και με καταδικάσανε χωρίς να έχω φταίξει.
Για μένα πια δεν πρόκειται να φέξει η αυγή,
ας όψονται οι αίτιοι που είμαι φυλακή.
Μες στου κελιού τη σκοτεινιά με τρώει ο καημός,
θα μείνω για παντοτινά θαμμένος ζωντανός,
βλέπω τα μαύρα σίδερα και κλαίω πικραμένος,
μακάρι, Παναγία μου, να ‘μουνα πεθαμένος.
Για μένα πια δεν πρόκειται να φέξει η αυγή,
ας όψονται οι αίτιοι που είμαι φυλακή.