Βρε κυματούσα θάλασσα
εγώ για σένα χάλασα,
για τα ωραία σου τα κάλλη,
θα σου φτιάξω ένα πιργιάλι.
Βλέπω καράβια κι έρχονται,
όμορφα που μου φαίνονται,
καραβάκια ν’ αρμενίζουν,
την καρδούλα μου ραΐζουν.
Το ‘να αρμενίζει με βοριά
βοήθα καημένη μου καρδιά,
τ’ άλλο με την τραμουντάνα,
άσπρη μου παχιά σουλτάνα.
Το τρίτο, το μικρότερο,
απ’ όλα πιο ‘μορφότερο
είναι το πουλί μου μέσα
και φωνάζει, το γιαλέσα.
Γιαλέσα εφωνάζανε
στις βάρκες μέσ’ αράζανε
ε γιαλέσα, ε γιαμόλα,
η αγάπ’ είναι μαργιόλα.