x

Δουλειά αγκαλιά

Πέρασα αδιάβατα βουνά, περπάτησα στο κύμα
ποτάμι ο κόσμος, τον περνώ με κουρασμένο βήμα
με τρύπησαν τα σύρματα, με γαύγισαν οι σκύλοι
το κρύο, ο αέρας κι η βροχή οι πιο καλοί μου φίλοι.

Στο Αιγαίο με παράτησε μια βάρκα τσακισμένη
για να πνιγώ ή να σωθώ με την καρδιά σπασμένη.
Κολύμπησα τη μοίρα μου, γυμνός μέσα στην πλάση
έψαχνα αστέρι για οδηγό, στεριά να μ’ αγκαλιάσει

Με κλείσαν σ’ ένα φορτηγό, έμοιαζε με ψυγείο
λες κι ήμουν κάποιο ζωντανό, γραμμή για το σφαγείο.
Μου πήραν διαβατήριο, μου κλέψαν την ψυχή μου
και στο παζάρι ξεπουλώ το δύστυχο κορμί μου.

Πλανιόμαστε, κρυβόμαστε, πατρίδα η σκηνή μας
η φτώχεια κι ο κατατρεγμός είναι, λέει, η ποινή μας
γιατί τα φταίει η ράτσα μου και πρέπει να πληρώσει
που το Χριστό με γύφτικα καρφιά είχαν σταυρώσει.

Ο φόβος μου με οδήγησε να κρύβομαι στη ζάλη
φλέβες τρυπάω, φτιάχνομαι, θολώνω το κεφάλι
όσα μισούσα έγινα κι όσα αγαπούσα χάνω
θα ξεψυχήσω μια βραδιά σ’ ένα παγκάκι επάνω.

Χωρίς να θέλω άφησα σχολείο και βιβλίο
και πριν την ώρα μου έπαψα να νιώθω πια παιδί
απ’ όλους το πιο δύσκολο σηκώνω εγώ φορτίο
για μια ζωή ενήλικος κι ανήλικος μαζί.

Ζητάω δουλειά, δουλειά αγκαλιά,
συμπόνια και φροντίδα
στου κόσμου το στερέωμα
κι εγώ έχω δικαίωμα
στην πίστη, στην ελπίδα.

Οι μέρες είν’ αδιάβατες, οι νύχτες παγωμένες
τα όνειρά μου ασπρόμαυρα, οι μνήμες μου καμένες.
Το χρώμα από το δέρμα μου εξετάζουν κρύα μάτια
στο σώμα έχω πυρετό και την καρδιά κομμάτια

Τον τόπο μου πεθύμησα, ακούω μια γλώσσα ξένη
σαν μια γυναίκα όμορφη που εμένα περιμένει.
Αχ και να καταλάβαινα τα λόγια, τις σιωπές της
πατρίδα και παρηγοριά να ‘χω τις συλλαβές της.

Γνώρισα στο ταξίδι μου και δίκαιους ανθρώπους
τον πόνο μου πονέσανε, είχαν γλυκούς τους τρόπους
πάντα προσεύχομαι γι’ αυτούς μη χάσουν την πυξίδα
για της αγάπης το νησί, που ‘ναι του κόσμου η ελπίδα.

Ζητάω δουλειά, δουλειά αγκαλιά,
συμπόνια και φροντίδα,
στου κόσμου το στερέωμα
κι εγώ έχω δικαίωμα
στην πίστη, στην ελπίδα.