Μια αλεπού που το ‘χε σκάσει
κάποια μέρα απ’ τη φωλιά της
και γυρνούσε μες τους δρόμους η κυρά
με τα δίχτυα που είχε στήσει
κοίταζε για να τσιμπήσει
κάνα φίνο πετεινάρι πονηρά
Απ’ το δρόμο την επαίρνω
και στο σπίτι μου τη φέρνω
ίσως και με το καλό συμμορφωθεί
μα αλεπού είναι και θυμώνει
μια βραδιά και μου δαγκώνει
ένα που `χα πετεινάρι στην αυλή
Την αρχίζω σαν βραδιάζει
που σε πονεί και που σε σφάζει
και την διώχνω απ’ το σπίτι μου σκληρά
μα η πανούργα πριν να φέξει
να τηνε με πέντε έξι
πετεινάρια και κουνάει την ουρά