Μια εποχή, στα ξένα,
που δούλευα χαμάλης,
μου σάλεψε τα φρένα
μια τίγρη της Βεγγάλης.
Τα κοφτερά της δόντια
κροτάλισε με χάρη,
θα το ‘βαζα στα πόδια
αν δεν ήμουν παλικάρι.
Το τραγούδι της αιθάλης
τραγουδώ στα σκοτεινά,
μα η τίγρη της Βεγγάλης
φέγγει για παντοτινά.
Η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης.
Τι θέλεις, τη ρωτάω,
και δε φοράς κλουβί;
“Γουστάρω να σε φάω
λευκό, μικρό παιδί”.
Τις μέρες μου περνάω
χωρίς δεσμά και νόμους
και πάντα κουβαλάω
την τίγρη μου στους ώμους.
Το τραγούδι της αιθάλης
τραγουδώ στα σκοτεινά,
μα η τίγρη τής Βεγγάλης
φέγγει για παντοτινά.
Η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης.
Το τραγούδι της αιθάλης
τραγουδώ στα σκοτεινά,
μα η τίγρη της Βεγγάλης
φέγγει για παντοτινά.
Η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης,
η τίγρη της Βεγγάλης.