Ήμουνα είκοσι χρονών, κι είπα να σεργιανίσω
στην γειτονιά των κοριτσιών, λουλούδια να τρυγίσω.
Πιάνω την πρώτη απ’ τα μαλλιά, τη δεύτερη απ’ το χέρι,
παίρνω της τρίτης δυο φιλιά, δυο φιλιά, και μου κερδίζει την καρδιά.
Ήμουνα είκοσι χρονών κι ήτανε καλοκαίρι
είχες στα μάτια ανατολή , στα χείλη μεσημέρι.
Με πιάνει η πρώτη απ’ τα μαλλιά , η δεύτερη απ’ το χέρι,
μου δίνει η τρίτη δυο φιλιά, δυο φιλιά, και μου κερδίζει την καρδιά.
Ήμουνα είκοσι χρονών κι ήταν ανθός αγκάθι
κι ως έγυρα να μυριστώ, μ’ αγκύλωσε κι εχάθη.
Ψάχνω την πρώτη με βροχή την άλλη με λιοπύρι
την τρίτη με καλοκαιριά, καλοκαιριά, καημός μου καίει την καρδιά.