x

Ιχνογραφία

Καλλιτέχνης: Μεραντζάς Γιώργος Μπουλάς Σάκης
Άλμπουμ: Ιχνογραφία
Συνθέτης: Μικρούτσικος Θάνος
Στιχουργός: Παπαγεωργίου Κώστας
Είδος μουσικής: Ελληνική μπαλάντα
Θεματολογία: Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 1983

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”,
ή ακούς την πολιτεία να σηκώνεται
αφήνοντας κενό ένα σχήμα στο σεντόνι.

Γι’ αυτό ρωτάω να πεις για το σκυλί
από χαρά να πέθανε ή πίκρα,
χρόνια που πρόσμενε και πήγανε χαράμι
να φτάσει ο Ξένος απ’ την Τροία.

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”.

Κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του,
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης.

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”.

Γιατί δεν εί- γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη, ούτε η μνήμη που κλοτσάει τον πεθαμένο
Μέχρι μετέωρα να κινείται το σκουλήκι
Άλλο μη βρίσκοντας τροφή από κρέας
Ούτ’ έχει ο θάνατος ποδάρια να στεριώσει
Και δε θυμάται ακόμα τ’ όνομά του
που έχουν συνήθειο και του δίνουν οι άνθρωποι
Φτέρνα για να κατέχει δρόμους,
μάτια να κρίνει το σωστό και το άδικο.

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”.

Τώρα δεν έχει χέρια να μαζέψουν την ελιά.
Μα το μηχανισμό ποιος τον κατέχει;

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες.

Ξάπλα στο φαλακρό τοπίο του έρωτα
με την αιχμή του μαχαιριού μου τραβηγμένη
απ’ την αιχμή του, καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό
κι η τρέλα χασμουριέται, κι η τρέλα χασμουριέται
πίσω απ’ την πρόφαση της σκέψης
κι ο ίσκιος γίνεται κηλίδα κάτω από το πέλμα
και βαριανασαίνει.

Βλέπω το μάτι του νεκρού
κόκκινο απ’ την αγρύπνια του ύπνου
και το όνειρο με οσμή καμμένης σάρκας.

Κι άντρας λεβέντης ανέβηκε στον άμβωνα πως θα μιλήσει
και διάκρινες στο στόμα του μπαμπάκι,
αυτό, αυτό που βάζουνε στους πεθαμένους,
κίτρινο από τσιγάρο
κι επάνω στις άκρες στο μπαμπάκι,
στάλες αίμα που έζεχνε σκουλήκι και φλέβα μαύρη
που έλεγες βαλσαμωμένη το σκοτάδι.
Λοιπόν και άρχισε η φλόγα
σάρκα της φωτιάς,
άμα αποχτήσει συνείδηση
του οστού της θα λυπηθεί το ξύλο.
Θα παγώσει.

Κι ο ποιητής κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα, βδέλλα.

Κι ο ποιητής…

Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν τα βήματά μου.

Καθένα κι άλλο φως τον δυναστεύει
και ένας απ’ το πλήθος που άκουγε
του σβούριξε μαχαίρι μεθυσμένο,
γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν τα βήματά μου,
όχι αίμα
μ’ από τον ίλιγγο διασχίζοντας
να βρει το σπλάχνο,
όχι αίμα, όχι αίμα, όχι αίμα.

Και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα,
όχι αίμα,
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο
πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί,
είναι η ψυχή του σκοτωμένου.

Κι αυτός με το μαχαίρι,
όχι αίμα,
στο λαιμό και με πληγές που άνοιξαν παλιές, της Αλβανίας
κι ακόμα πιο παλιές, θαλασσινές και σιγά, μουγκρίζοντας,
διέσχισε το πλήθος.

Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου
κι επάνω στον αϊτό αργά ξεψύχησε.

Κι αφού τον σπάραξαν βρήκανε την καρδιά του
σκουριασμένη αγάπη, τα χείλια σάπια από σιωπή
και πήραν να τον θάψουνε και φτιάξανε πομπή
κι ενώ όλοι πήγαιναν στον ίδιο τάφο,
καθένας άλλον είχε για νεκρό του.

Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου.

Όχι αίμα, μ’ από τον ίλιγγο του άδειου
διασχίζοντας να βρει το σπλάχνο.

Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου.

Και το πουλί, και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο,
πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί, είναι η ψυχή του σκοτωμένου.

Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου.