Κλάψτ’, αδελφές, τους αδελφούς
και, μάνες, τα παιδιά σας
που δικαστήκανε, βαριά,
να ζουν στην μαύρη ξενιτιά,
να λιώνουν μακριά σας.
Ως πότε πια η ξενιτιά,
κακούργα, θα `ναι, μητριά.
Φαρμάκι στάζει το ψωμί
που τρώνε, στη σκλαβιά τους,
αναστενάζουνε ψυχές
στις αλυσίδες τις βαρειές
και καίγεται η καρδιά τους.
Ως πότε πια η ξενιτιά,
κακούργα, θα `ναι, μητριά.
Κλάψτε, μανάδες, τα παιδιά
τα καταδικασμένα,
που τρέμουνε μες στη σκλαβιά
και λιώνει η δόλια τους καρδιά,
στα άπονα τα ξένα