Στην γωνιά Σταδίου και Αιόλου
το διαλύσαμε ένα μεσημέρι,
μου ‘σφιξες, αμίλητος, το χέρι,
άραγε δε σ’ ένοιαξε καθόλου,
μου ‘σφιξες, αμίλητος, το χέρι,
άραγε δε σ’ ένοιαξε καθόλου.
Κόσμος έρχεται και πάει,
με σκουντά και με πατάει
και αυτός, αυτός που μ’ αγαπάει,
πάει, πάει,
κόσμος έρχεται και πάει,
πρόσωπα βουβά και ξένα
και αυτός που έκλαιγε για μένα,
πάει, πάει, πάει, πάει.
Χάθηκε το βήμα σου, αγόρι,
μέσ’ στα ξένα βήματα, για πάντα,
ήτανε του Αύγουστου τριάντα
κι έτρεμα σαν να ‘χε ξεροβόρι,
ήτανε του Αύγουστου τριάντα
κι έτρεμα σαν να ‘χε ξεροβόρι.
Κόσμος έρχεται και πάει,
με σκουντά και με πατάει
και αυτός, αυτός που μ’ αγαπάει,
πάει, πάει,
κόσμος έρχεται και πάει,
πρόσωπα βουβά και ξένα
και αυτός που έκλαιγε για μένα,
πάει, πάει, πάει, πάει.