Κρασί κι αγάπη κέρασα, με ξένες έννοιες γέρασα,
όμως, κανένα ευχαριστώ, μα όταν πέσει η αυλαία,
στην πέτρα κανά δυο γραμμές,
της καλοσύνης πληρωμές.
Μα, στην πέτρα, λόγια, πάνω,
μια ειρωνεία παραπάνω,
λόγια που τι να τα κάνω
αν τα πουν αφού πεθάνω.
Εδώ κοιμάται ήσυχος αυτός που ζούσε ανήσυχος,
ο λαβωμένος αετός, ο προδομένος φίλος,
απ’ τους σωστούς ο πιο σωστός,
καλός σαν δεύτερος Χριστός.
Μα, στην πέτρα, λόγια, πάνω,
μια ειρωνεία παραπάνω,
λόγια που τι να τα κάνω
αν τα πουν αφού πεθάνω.