Κουράστηκαν τα μάτια μου, να βλέπουν
σίδερα, γη και ουρανό,
στην καταφρόνια αυτή που ζω, πια δεν αντέχω,
να υποφέρω, μέρα- νύχτα να πονώ.
Πονώ και λιώνω σαν κερί
μονάχος, μες στη φυλακή.
Στη γη, στον ουρανό ζητώ συμπόνια
κι απ’ το Θεό, παρηγοριά,
μέσα απ’ τα σίδερα να φύγω, να γλιτώσω
και του σπιτιού μου, ν’ απολαύσω, τη χαρά.
Πονώ και λιώνω σαν κερί
μονάχος, μες στη φυλακή.
Σαν άνθρωπος κι εγώ στην κοινωνία,
να ζήσω ελεύθερο πουλί
και το μερμήγκι θα προσέχω μην πατήσω,
μην ξανασφάλω και με κλείσουν στο κελί.
Πονώ και λιώνω σαν κερί
μονάχος, μες στη φυλακή.