Άνοιξε, γη, τα βάθη σου
να βάλουν το κορμί μου,
κι εσύ, θλιμμένε ουρανέ, χαμήλωσε
να πάρεις την ψυχή μου.
Εγώ κι αν θα πεθάνω,
δεν θέλω να με κλαίτε,
θα πάψει το κορμί μου
σκληρά να τυραννιέται.
Ντουνιά, που δε με πόνεσες
ποτέ στα βάσανά μου,
σαν κλείσω τα ματάκια μου, συμπόνεσε
την έρμη φαμελιά μου.
Εγώ κι αν θα πεθάνω,
δεν θέλω να με κλαίτε,
θα πάψει το κορμί μου
σκληρά να τυραννιέται.
Φτωχό κορμί μου, τι τραβάς
σ’ αυτήν εδώ την πλάση,
ποτέ δεν βρέθηκε κανείς, κορμάκι μου,
για να σε ξεκουράσει.
Εγώ κι αν θα πεθάνω,
δεν θέλω να με κλαίτε,
θα πάψει το κορμί μου
σκληρά να τυραννιέται.