Μόρτισα που γεννήθηκες
μέσα, μες στους τεκέδες,
με μάγκες δεν εφούμαρες
τριζάτους αργελέδες.
Πόσες φορές το τάλιρο
δεν κράτησες στο χέρι,
νταμίρα δε μας έφερες
μες στου Συγγρού τ’ ασκέρι.
Μάγκες που μαστουριάσανε
απ’ τα δικά σου χέρια,
και παρηγόρησες καρδιές
και βγάλαν τα σεκλέτια.
Το μάγκα τον μαστούριασες
τον κούπα και δερβίση,
νερό που εκουβάλησες
απ’ του Κουλού τη βρύση.