Υπόγειος στον Κολωνό
κι ένα παιδί δέκα χρονών
στην άσφαλτο τσιλιάρει τραγουδώντας,
του Χάρου η ρόδα να φανεί,
στο χέρι, βρώμικο πανί,
ταξίδι μακρινό πάει, γελώντας.
Κάθε φτωχικό σπιτάκι,
κρύβει κι έναν Σωτηράκη,
κρύβει κι έναν Σωτηράκη,
κάθε φτωχικό σπιτάκι.
Βροχή και ματωμένη αυγή,
ζευγάρι, ουρανός και γη,
σταλλάζουν στην ψυχή, βαθιά, τον πόνο,
μικρός αλήτης στον χιονιά,
χαμογελάει στην απονιά
κι αφήνει την ανάμνησή του μόνο.
Κάθε φτωχικό σπιτάκι,
κρύβει κι έναν Σωτηράκη,
κρύβει κι έναν Σωτηράκη,
κάθε φτωχικό σπιτάκι.