Πώς θες να κλείσω μάτι πια,
που η φτωχή μου η καρδιά,
σαν ξυπνητήρι πια χτυπά,
για σε που αιώνια θ’αγαπά.
Το βλέπω αγάπη μου χρυσή,
αλλά σ’αυτό τι φταις εσύ,
ο έρωτας σαν ξαγρυπνά,
ποιος τον ξενύχτη τον ρωτά.
Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητoύμ’ εμείς ως το πρωί.
και σαν χαράζει η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά,
και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.
Αχ, για θυμήσου και για πες,
πόσες σε γέλασα βραδιές,
ίσα με να’ρθω η φτωχιά,
στο πρώτο μας ξενύχτι πια.
Μονάχο μ’ άφηνες κακιά,
μες στην τρελή αστροφεγγιά,
και μες τα ξημερώματα,
μου έκανες καμώματα.
Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητούμ’ εμείς ως το πρωί.
και σαν χαράζ’ η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά,
και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.
Πώς ήθελα στα σκοτεινά
να σ’ είχα πάντα συντροφιά
μα έλα που κι αυτή η νυχτιά
θα ξημερώσει η κακιά
Αν ήμουν πλάστης τ’ ουρανού
κι είχα τη δύναμι εκεινού
γιά το χατήρι σου καλέ
δε θα ξημέρωνα ποτέ
Στης νύχτας τη σιγαλιά, σαν γέρνει η ζωή,
στ’ αστέρια μια φωλιά, ζητούμ’ εμείς ως το πρωί.
και σαν χαράζ’ η αυγή, και ψάλλουν τα πουλιά,
και πριν ο ήλιος βγει, θε να βρεθούμε αγκαλιά.