x

Οι τροβαδούροι

Οι χάντρες του Θεού μετρούν το χρόνο
σε πόλη ανοχύρωτη νυχτώνω.
Η κάμερα γυρίζει κι όλοι παίζουν,
τ’ αστέρια από ψηλά μας περιπαίζουν.

Με κάτι αλλοπαρμένους τραγουδώ
σαν βρέφος τη ζωή να ξαναδώ.

Οι έρωτες πεθαίνουν από πλήξη
προσμένουν στην Αυλίδα να φυσήξει.
Φθινόπωρο γυρίζω στην Αθήνα,
με μια χιλιοβρεγμένη καμπαρτίνα.

Στο γήπεδο στο μπαρ στο σινεμά,
δε μένει πια εδώ η Χαλιμά.

Οι τροβαδούροι στήσαν αρχηγείο
μες στο λαμπρό του έρωτα σφαγείο.
Γλιστρώ ξανά στο σκοτεινό τους κύμα,
τα όρτσα τους μαθαίνω και τα πρίμα.

Μη ρίχνεις στο μαράζι την καρδιά,
στο δρόμο ξεφαντώνουν τα παιδιά.