Με παντρέψαν με μια κόρη, στο χωριό μου με το ζόρι,
τι τανε να την επάρω, συμπαθούσε τον κουμπάρο,
που τανε και κοτσονάτος, πιο λεβέντης, πιο γεμάτος.
Γέροι νιοί το ξέραν όλοι, είχε μαθευτεί στην πόλη
και μου λέγανε με γέλια στα χωράφια και στ’ αμπέλια,
σαν σ’ αρέσει Μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Ανδρο.
Χάδια ήθελα απ’ τη κόρη κι ήμουνα άμυαλο αγόρι,
δεν καθόμουνα στ’ αυγά μου, πήγα να βρω τον μπελά μου,
συμπαθούσε τον κουμπάρο, τι ήθελα να την επάρω.
Ο κουμπάρος μ’ έχει χάρη, όπως έχουν οι κουμπάροι,
με το δίκιο της στη βρύση κάποια μου και μουρμουρίζει,
σαν σ’ αρέσει Μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο.