Ήρθες τον πόνο σου να ζευγαρώσεις
με το δικό μου για να βρεις παρηγοριά
μα εσύ κουράστηκες προτού να νιώσεις
τι κρύβει μέσα η φτωχή μου η καρδιά.
Μου ‘πες τον πόνο σου κι από συμπόνια
σε συμμαζεύω για να πάψεις να πονάς
μα εσύ αχάριστα μ’ εγκαταλείπεις
σαν το κουρέλι το παλιό που το πετάς.
Ήταν της τύχης μου κι αυτό γραμμένο
και το δικό σου το φαρμάκι εγώ να πιω
κι ένα ερείπιο εγκαταλειμμένο
μ’ αφήνεις τώρα με δυο πόνους για να ζω.