Σε ψηλό βουνό,
σε ριζιμιό χαράκι,
κάθεται έν’ αϊτός.
Βρεμένος, χιονισμένος
ο καημένος και παρακαλεί.
Και παρακαλεί
τον ήλιο ν’ ανατείλει.
Ήλιε ανάτειλε ήλιε ανάτειλε.
Ήλιε λάμψε και δώσε
για να λιώσουνε
χιόνια από τα φτερά μου
και τα κρούσταλλα
από τ’ ακράνυχά μου.
Ήλιε ανάτειλε ήλιε ανάτειλε.