Σκοτεινιασμένε ουρανέ χαμήλωσε λιγάκι
και πάρε μου τα δάκρυα που στάζουν σαν φαρμάκι,
να τα ρίξεις μες στα ξένα στάλα στάλα σαν βροχή,
μην τυχόν και συγκινήσουν κάποια άπονη ψυχή
και ξανά ‘ρθει να με βρει.
Κάποια ψυχή που μ’ άφησε στις πίκρες μου μονάχο,
σαν δέντρο που μαραίνεται χωρίς νερό στο βράχο.
Σκοτεινιασμένη θάλασσα το αίμα μου σου φέρνω
να γίνει κύμα αγριωπό, κύμα φουρτουνιασμένο
και γιαλό γιαλό να φτάσει ως τη μαύρη ξενιτειά,
για να δει το σπαραγμό μου κάποια άπονη καρδιά,
μήπως κι έρθει μια βραδιά.
Κάποια καρδιά που μ’ άφησε στις πίκρες μου μονάχο,
σαν δέντρο που μαραίνεται χωρίς νερό στο βράχο.