Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους.
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους,
αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν.
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σαν να `τανε βγαλμένη
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.