Έρχομαι απ’ τη δουλειά
το εργοστάσιο άφησα
χρόνια μες στις μηχανές μεγάλωσα
μέσα στη λύπη.
Έζησα απρόσωπα τσάκισα στα δυο
μου ‘φύγαν άδικα τα χρόνια σαν νερό.
Βαθιά σε μια γωνιά
το λεωφορείο δε σταματά
οι άνθρωποι είναι μακριά
με προσπερνούνε.
Έζησα απρόσωπα τσάκισα στα δυο
μου ‘φύγαν άδικα τα χρόνια σαν νερό.
Έφυγαν τα παιδιά
τις Κυριακές μονάχοι
στο σπίτι αυτό το σιωπηλό
ο απόμακρος ο άντρας ξένος.
Έζησα απρόσωπα τσάκισα στα δυο
μου ‘φύγαν άδικα τα χρόνια σαν νερό.
Μένω σ’ ένα κλουβί
τον πρόσωπο μου ξέχασα
ποτέ δεν βρήκα τον καιρό να κοιταχτώ
κι ήμουνα όμορφη.
Έζησα απρόσωπα τσάκισα στα δυο
μου ‘φύγαν άδικα τα χρόνια σαν νερό.