Στο γιουσουρούμ ο Ντερτιλής
φέρνει δυο βόλτες κουρελής
γέρο παλιόμαγκα σε σκονισμένο ράφι
Ήταν μαγκιόρος μπεσαλής
και στις γυναίκες σεβνταλής
μόνος απόμεινε απ’ το παλιό τ’ αράφι
Τι θέλεις γέρο τι κοιτάς;
σε ξένο κόσμο περπατάς
Σαρανταπέντε καψηλά
εκεί στο ράφι χαμηλά
το μπουζουκάκι με το χέρι το σπασμένο
Πάρ’ το ρε γέρο όσο θες
πάρ’ το και τζάμπα αν το θες
πάρ’ το να ρίχνεις τον χαβά σου τον θλιμμένο
Ο Ντερτιλής στο δειλινό
πικρό μαράζι στο στενό
με το σπασμένο τ’ αηδόνι, τι να λένε;
Μ’ έναν Μανέτα Ταβλιανό
μες στο ρημάδι τ’αδειανό
παλιό τεφτέρι ξεφυλλίζουνε και κλαίνε