Από το σταθμό Λαυρίου
που ταν τέρμα του Θηρίου
ξεκινούσε ο κοσμάκης για δροσιά,
τσαφ και τσουφ αγκομαχώντας
θα ‘χε στάση περπατώντας
πιο νωρίς απ΄το θεριό στην Κηφισιά.
Και γεμίζαν το θηρίο
άνθρωποι λογιών λογιών
που ενιώθαν μεγαλείο
λες και μπαίναν στο Σεβλόν…
Ζευγαράκια στους εξώστες
παραμάνες, στρατιώτες
ήταν φίσκα του Λαυρίου ο σταθμός
και μια νύχτα το θερίο
είπε το στερνό του αντίο
και φονιάς του ο σκληρός πολιτισμός.
Και γεμίζαν το θηρίο
άνθρωποι λογιών λογιών
που ενιώθαν μεγαλείο
λες και μπαίναν στο Σεβλόν…