Πέντ’ έξι μαχαλόμαγκες
μου στήσανε καρτέρι
να πάρουν απ’ τα χέρια μου
το μαύρο μου μπεγλέρι.
Όμως πέσανε σε μπλόφα
το μπεγλέρι μου δεν το ‘χα.
Γεμάτα με στριμώξανε
τα ζόρικα τ’ αλάνια
να πάρουν το μπεγλέρι μου
που ήτανε χαρμάνια
Όμως πέσανε σε μπλόφα
το μπεγλέρι μου δεν το `χα.
Καλά που την ανθίστηκα
τη μόρτικια τη φτιάξη
και το μπεγλέρι στο τσαρδί
το είχα μπουζουριάσει.
Κι έτσι επέσανε στη μπλόφα
το μπεγλέρι μου δεν το `χα.