Κάτω απ’ το θαμπό φανάρι
στέκεται ένα παλικάρι
ίσα μ’ είκοσι χρονών.
Μάτια τόσο πικραμένα,
τόσο παραπονεμένα
δεν ξανάδε το στενό
Βρέχεται, μα δεν το νοιάζει.
Κάπου κάπου αναστενάζει.
Ώρες τώρα περιμένει
με καρδιά σακατεμένη.
Μα κανείς δε θα φανεί
το τσιγάρο του ν’ ανάψει
να του πει να την ξεγράψει
και να κάνει υπομονή.
Βρέχεται, μα δεν το νοιάζει.
Κάπου κάπου αναστενάζει.