Μέσα στο τρένο Γερμανίας Αθηνών,
στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος,
αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν
και φεύγω στ’ άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος.
Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτειά
κλαίω τη μοίρα μου χωρίς παρηγοριά.
Αφήνω μάνα και αγάπη ορφανές
κι ό,τι αγάπησα στον τόπο μου, εδώ πέρα,
αφήνω όμως και στιγμές πολύ πικρές
με την ελπίδα πως θα δω μιαν άσπρη μέρα.
Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτειά
κλαίω τη μοίρα μου χωρίς παρηγοριά.
Φεύγει το τρένο και σφυρίζει συνεχώς,
σαν μοιρολόι, σαν τραγούδι πονεμένο,
γιατί, μανούλα μου, με γέννησες φτωχό,
γιατί να ζήσω μακριά, σε τόπο ξένο.