Δυο μάνες σε γεννήσανε παιδί μου
και δυο σε βλαστοσύρα γιασεμί μου
πάνω που εκαμαρώναμε καμάρι μου
ή το βλατόσυρμά σου κανακάρη μου
φύσηξ’ αέρας και βοριά παιδί μου
κι εξεκουρμούλωσέ σε γιασεμί μου
Εσύ `σουνε που μου’λεγες βλαστάρι μου
τσι πόρτες σου θ’ ανοίξω κανακάρη μου
καιτέ τσι καλοκλείδωσες υγιέ μου
κι επήρες τα κλειδιά βασιλικέ μου
ε γιασεμί μου όμορφο παιδί μου
που σ’ είχα στην αυλή μου αρισμαρί μου
ω και σε βαγιοκλάδιζα υγιέ μου
Γιάννη και επότιζα σε καντιφέ μου
Ας πω πως ήταν τυχερό χαρά μου
κι έσβησες κι έχασα σε ερωντά μου
τα μπράτσα σου τα στριφοχτά παιδί μου
το στριλιγκό σου σώμα γιασεμί μου
και πως το καταδέχτηκες καλέ μου
και το `βαλες στο χώμα καντιφέ μου.
Κάνω πως ζω όμως δε ζω καμάρι μου
είναι η ζωή μου Γιάννη κανακάρη μου
έβγαινες κι έλαμπ’ η αυλή ανθέ μου
έφυγες κι έσβησε αυγερινέ μου.