Εγώ ορκίστηκα στον ήλιο
τραγούδι να μην ξαναπώ,
μα στου σπιτιού μου τα σκαλιά
εμαζευτήκαν τα πουλιά
και με ρωτούσανε θλιμμένα
γιατί δεν τραγουδάω πια,
ποιος μου ‘χει κλέψει τη λαλιά.
Είμαι βουτηγμένος μες στη μαύρη πίκρα
απ’ τις αδικίες που με έχουν βρει,
πώς να τραγουδήσω, πού να βρω το κέφι,
αφού μου ‘χουν κάνει μαύρη τη ζωή,
μαύρη τη ζωή.
Τους πονεμένους συμπονάω,
τον ξένο πόνο τραγουδώ,
μα με μισούνε σαν εχθρό
κι έχω παράπονο πικρό,
μέχρι που μου ‘ρχεται να φύγω
σε ξένο τόπο μακρινό,
λίγη γαλήνη για να βρω.
Είμαι βουτηγμένος μες στη μαύρη πίκρα
απ’ τις αδικίες που με έχουν βρει,
πώς να τραγουδήσω, πού να βρω το κέφι,
αφού μου ‘χουν κάνει μαύρη τη ζωή,
μαύρη τη ζωή.