Βρήκαν την Τρίτη τον Στρατή
ξεπαγιασμένο στο στρατί
μ’ ένα βαθύ παράπονο
στα μάτια του να πέφτει
Ήταν γδυτός ως τα μισά
κι είχε στα χείλη μια φτυσιά
για σένανε, για μένανε
και τον ντουνιά τον ψεύτη
Τι άλλο να σου γράψω Κατερίνα
πεθαίνουν οι ανθρώποι από πείνα
Είχε χιονίσει αποβραδίς
κι ο αδερφός μας ο Στρατής
σ’ ένα χαντάκι κείτονταν
κουρέλι πεταμένο
Ήταν τα μάτια του ανοιχτά
και μες στην χούφτα του σφιχτά
κρατούσε ξεροκόμματο
στο χιόνι βουτηγμένο