x

Ένα κορίτσι αγάπησα (αεριωθούμενος)

Ένα κορίτσι αγάπησα, πέτε μου τι να κάνω,
είναι γλυκιά κι ευγενική και ντρέπομαι να κλάνω.
Ασκορδουλάκους κι όσπρια δεν τρώγω και λυπούμαι
να μην ντακάρω τσι κλανιές στον ύπνο μου φοβούμαι.
Το άντερό μου εστρούφιξε, εθάρρουν πως θα σκάσω
και μου ’ρχουνταν να τρεζαθώ και τα βουνά να πιάσω.

Ρώτησα όλους τσι γιατρούς τον τρόπο για να γιάνω
και μου ’πανε με μια φωνή ελεύθερα να κλάνω.
Μου γράψαν και γνωμάτευση να βγάνω να τη δείχνω
σε όποιον τού κακοφανεί όταν κλανιές θα ρίχνω.
Μα πάλι δίσταζα μπροστά σ’ την αγαπώ να κλάνω,
αυτή μεγάλωσε αλλιώς, με γαλλικά και πιάνο.

Η λύση ήρθε ξαφνικά, όπως η κάθε λύση,
αφού η μαμά της θέλησε να ’ρθει να με γνωρίσει.
Με είδε και σηκώθηκαν στην κεφαλή τζη οι τρίχες
κι άρχιξε να μου χύνεται με γλώσσα δέκα πήχες
κι όταν μου είπε: «Η κόρη μου θα παντρευτεί έναν λόρδο»,
δεν μπόρεσα να κρατηθώ κι απάντησα με πόρδο.
Με πόρδο λεβεντόπορδο και τρεις κομπολογάτες
που φύγανε τση γειτονιάς οι σκύλοι και οι κάτες.
Κι ως λύθηκαν τα μαγικά και πέσαν τα εμπόδια
κι είχα στο πορδοσάκουλο πλήθος πολεμοφόδια,
άρχισα να πυροβολώ κι από τα μπουρμπαδίδια
οι πόρτες ξεμασκούλωσαν, πέφτουν τα κεραμίδια,
οι Γερμανοί ξανάρχονται μ’ αεροπλάνα Στούκας,
με πολυβόλα και με τανκς, κανόνια και μπαζούκας.
Κι όπως ξεσπά ο πόλεμος και η σειρήνα παίζει
μάνα και κόρη κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι.
Λευκή σημαία σήκωσαν, ανακωχή να κάνω,
ζητούν κατάπαυση πυρός και σταματώ να κλάνω.

Φεύγει η μάνα βρίζοντας και κλαίγοντας η κόρη
και μόνος πορδοκλάνοντας ανέβηκα στα όρη.

Δέηση κάνω στον Θεό, που ’ναι ψηλά εκεί πάνω
για να μου πει αν είμαι εγώ αμαρτωλός που κλάνω.

«Άνθρωποι βλάκες και μικροί», Αυτός μ’ απιλογάται,
«ήντα θαρρείτε είναι οι βροντές στη γη απού γροικάτε;
Χιλιάδες χρόνια πάλευγα να πω στην Παναγία
πως οι βροντές είναι πολύ καλό για την υγεία».

Και μου μολαίρνει μια βροντή και σκα από τα γέλια
και από τότε παίζομε μαζί σαν τα κοπέλια.
Τα λόγια κάθε νόημα έχασαν και δηλώνω
πως μπλιο μου δεν ξαναμιλώ, να κλάνω θέλω μόνο,
κι όποιος με ψάχνει, στο βουνό να ’ρθει για να τα πούμε,
όχι με λόγια, με κλανιές να συνεννοηθούμε.

Κι άμα ποθάνω, φίλοι μου, μπρούμυτα θα με βρείτε,
τον τελευταίο πόρδο μου να τονε μοιραστείτε.
Στον ουρανό με τον Θεό θα πηαίνω χέρι χέρι
και θα γροικάτε τσι βροντές χειμώνα καλοκαίρι.
Η Ιερά η Σύνοδος θα μ’ αγιοποιήσει
μήπως και τ’ αστραπόβροντο κάποτε σταματήσει.

Θα χτίσουν και μιαν εκκλησιά για τη δική μου χάρη,
τον Όσιο Δημήτριο τον Πορδοπαιγνιδιάρη,
και μέσα έναν πισινό θα βάλονε εικόνα
να ’ρχουνται να προσεύχονται για ήπιο χειμώνα.
Να ’ρθεις κι εσύ, αγάπη μου, κλαίγοντας και θρηνώντας
να σκύψεις με ευλάβεια να κλάσεις προσκυνώντας.