Βάνω τον Χάρο πισωκάπουλα
καρφώνω το φεγγάρι
και το περικαλώ
να ‘ρθει να με πάρει
παλικαρόπουλο.
Κι εγώ του κλέφτη κλέβω την καρδιά
κρατάω το χαλινάρι
τι έχω να του πω
της ομορφιάς τη χάρη
αχ, πως τον αγαπώ.
Να ‘χει στη σέλα του ζερβόδεξα
μαλαμοκαπνισμένα
άη Γιώργη τα κρατά
της λευτεριάς ταμένα
του κλέφτη τ’ άρματα.
Πέτρωσ’ η νύχτα στο κατώφλι μου
αλλού τον περιμένουν
το αίμα βρε που χύνεται
όρκος του αντρειωμένου
και δεν προδίνεται.