x

Ένα σπιρτόξυλο

59518 59517
Καλλιτέχνης: Παπακωνσταντίνου Βασίλης Αποστόλου Μυρτώ Μπουλασίκης Απόστολος
Άλμπουμ: Δραπέτης
Συνθέτης: Μπουλασίκης Απόστολος
Στιχουργός: Μπουλασίκης Απόστολος
Είδος μουσικής: Ελληνικό Ροκ
Θεματολογία: Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 2013

Πάνω σ’ ένα δίσκο, σαν τον ίσκιο
να σε βρίσκω,
να ‘σαι μια βεντάλια, μια ανταύγεια,
μια νεράιδα

Κι αν χαθώ ξανά,
στους πιο σκοτεινούς του νου σου δρόμους
θ’ ανάψω μια μικρή φωτιά,
πίσω από τους νόθους σου τους φόβους

Να ‘χω τα δυο μάτια σου φωτισμένα
και στην πόλη ρίχτα
πίσω από τις φλόγες τους
πυρκαγιά να κάψει αυτή τη νύχτα

Απορεί ο ουρανός, πως μια τοσοδούλα στιγμή ασημαντότητας
στο άπειρο, στον άπειρο χρόνο, κρύβει έναν ατέλειωτο παράδεισο
ανατροπής. Ολοκληρωτικής. Χαοτικής. Υπέροχης. Υπεροχής.
Πλησιάζει τότε το φινιστρίνι και χαϊδεύει με τη ματιά του το βρέφος.

Το γόνο. Και του δίνει ονόματα.
Γιάννης, Κώστας, Ελένη, Θανάσης, Ανδρομάχη, Σοφία, Σταμάτης,
Μαρία, Κυριάκος, Κυριακή, Γιώργος, Πέτρος, Σταυρούλα, Νικολέτα,
Αλέξης, Αλεξάνδρα, Αναστάσης, Τασία, Άννα

Ακόμα κι απ’ τον ίσκιο σου στον τοίχο
μέσ’ τη τανάλια της βεντάλιας σου σε βρίσκω
λείψανο κι όμως, τα βρέφη σου γεννάει
τούτη η ιδέα τις γενιές τις προσπερνάει

Έρωτας για το δήθεν και το πνεύμα
κείνο το μπαμ που καψαλίζει τ’ άσπρο δέρμα
κείνο το αχ που τ’ άδειο χέρι σου οπλίζει
τη συνταγή της εξουσίας που φοβίζει

Κι έχω χιλιάδες να σου πω, να σε μουσκέψω
κι απ’ τον ιδρώτα σου το φόβο να σου κλέψω
να σε βαφτίσω Ανδρομάχη και Ελένη
να σε πετάξω στη φωτιά που περιμένει

Ένα σπιρτόξυλο κι ο έλικας της θλίψης
ανεμοθύελλα στα τέλματα της σήψης
τους στοιχειωμένους θα σηκώσει απ’ το καζάνι
να ξαναγεννηθεί ζωή κι αυτό μου φτάνει

‘’Κι ας χαθώ ξανά στους ίδιους δρόμους
πίσω από τους νόθους σου τους φόβους
θα ‘χω μια μικρή φωτιά ν’ ανάψω
τούτο το κορμί στο φως να κάψω

Κι ας χαθώ ξανά σ’ αυτά που λένε
τα δυο μάτια σου που σιγοκαίνε
φωτισμένα μέσ’ την πόλη ρίχτα
πυρκαγιά να κάψει αυτή τη νύχτα ”

Και στο σπασμό σου την ανάσα θα κρατήσω
αυτά που κρύβεις ένα-ένα θα τα λύσω
ν’ ανατριχιάσουν οι στιγμές που σε διψάνε
κι οι συμμορίες τα σχοινιά σου που κρατάνε

Ένα σπιρτόξυλο, σημαία και αγχόνη
η φλόγα που όλα τα νικάει και όλα τα λειώνει
τους στοιχειωμένους θα σηκώσει απ’ το καζάνι
να ξαναγεννηθεί ζωή κι αυτό μου φτάνει

Κι ας χαθώ ξανά στους ίδιους δρόμους
πίσω από τους νόθους σου τους φόβους
θα ‘χω μια μικρή φωτιά ν’ ανάψω
τούτο το κορμί στο φως να κάψω

Κι ας χαθώ ξανά σ’ αυτά που λένε
τα δυο μάτια σου που σιγοκαίνε
φωτισμένα μέσ’ την πόλη ρίχτα
πυρκαγιά να κάψει αυτή τη νύχτα