Φύγανε τα χελιδόνια
απ’ την πόρτα τ’ ουρανού,
χειμωνιάζει κι έχει αγιάζι
κι είναι ώρα δειλινού.
Φεύγει ο καιρός και που πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει, ούτε ρωτά,
φεύγεις κι εσύ και πίσω μένει
τ’ άδειο μου χέρι να χαιρετά.
Σου `χα δώσει ένα λουλούδι
συντροφιά σου όπου πας,
είναι βροχερός ο κόσμος
να `χεις κάτι ν’ αγαπάς.