Έχω πολύ καιρό να δω, τα χρώματα του κόσμου,
να τυλιχτώ σ΄αρώματα, απόγευμα του Μάη,
μα σαν φυσάει μέσα μου, η φορεσιά των δέντρων,
σ’ αυτό που πάντα έψαχνα, ο νους ξαναγυρνάει.
Βρίζω λοιπόν τα θέλω μου, τα δύσκολα τα ωραία,
γεμίζω μ’ αναστεναγμούς, την άδεια μου φαρέτρα
βρίσκω ρυάκια δροσερά, χείλη που καιν’ λαθραία,
μα κι αν περνάει ο καιρός, δε μαλακώνει η πέτρα.
Κι ύστερα έρχονται πουλιά, που λεύτερα δεν είναι,
πες μου καρδούλα μου τρελή, πόσες φορές δεν τα ΄δες,
είναι πουλιά οι έρωτες, δεν μπαίνουν σε αράδες,
ζεσταίνουν την ανάσα σου, στο πέταγμά τους μείνε.