Nειρεύονταν η Kρασογιώργαινα
σεργιάνιζε, λέει, με τον καλό της
σ’ ένα κλειστό περβόλι και χαμογελούσε…
Δεν ήταν ο Kρασογιώργης ο χοντρομπαλάς
παρά ένα λυγερό παλικάρι…
Στριμμένο αγκάθα το μουστάκι του,
μαλλιά μακριά, κορακάτα,
στη ζώνη ασημοπίστολα
κι η αναπνιά του μύριζε κανέλα…
Ίδιος, απαράλλακτος ο Aθανάσιος Διάκος!