Η Πούλια που ‘χει εφτά παιδιά
μέσ’ απ’ τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
Καλά. Πως είναι τα παιδιά;
Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ’ αγιάζι κι η ερημιά.
Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδώ να;
Ευχαριστώ μα `ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
Πάρ’ την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θα ‘σαι ο άντρας τ’ ουρανού.
Είπε, και πριν βγάλω μιλιά
μου την καρφώνει στα μαλλιά
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια που ‘χει εφτά παιδιά
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.