x

Η μοναξιά της Αμερικής

Καλλιτέχνης: Σαββόπουλος Διονύσης
Άλμπουμ: Ο χρονοποιός
Συνθέτης: Σαββόπουλος Διονύσης
Στιχουργός: Σαββόπουλος Διονύσης
Είδος μουσικής: Έντεχνο
Θεματολογία: Νόημα Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 1999

Η φαντασία στην εξουσία !
Φώναξε ο Μάης του ‘68
αλλά τούτος εδώ
ξεπέρασε την πάσα φαντασία.

Ο πρόεδρος με το σαξόφωνο
κουφάθηκε απ’ το ψέμα
που του ‘πε η κουκουβάγια
και δύο σύμβουλοι
απ’ το Μπέρκλεϊ
που διαδήλωναν στο Φράουλες και Αίμα
δίχως ρίσκο
δίχως τύψη
τα φλεγόμενα σκεπάρνια του να ρίξει
αφού τους σοφούς του Πενταγώνου αγνοήσανε
την κοινή γνώμη απατήσανε
που όταν μάθει λεπτομέρειες θα φρίξει.

Σαν αστυνόμος
που δρα εκ νόμως
θρίλερ που διαρκεί
η Αμερική
σκούζοντας φεύγει ο χρόνος.

Σ’ ένα σεντόνι
που αίμα ιδρώνει
λοιπόν αν δεν προσαρμοστείς
βγαίνει ο κακός ειρηνιστής
απ’ τη μικρή σου οθόνη
και σε σκοτώνει
και σε σκοτώνει
μες στο σαλόνι.

Καπνίζουν γύρω του οκλαδόν
κάτι παιδιά των λουλουδιών
παιδιά του Μάη, πρωθυπουργοί
μια πίπα όλο υποταγή
στον καουμπόη
του καουμπόη
έντρομο σόι.

Σου μιλάω από κρυψώνα
κάπου απ’ τις ελληνικές βουνοπλαγιές
του διαδικτύου. Στοιχεία
των Αθηναίων η Συμμαχία
τη σφαγή της Μήλου αποφασίζει
σφραγίζοντας τη νέα εποχή
με του δικού της ξεπεσμού την απαρχή.

Και την άλλη στιγμή
η υπερδύναμη
μια υψικάμινο κρατώντας στη μασχάλη
ξυρίζει το κεφάλι
σαν τον Μάρλον Μπράντο
στην Αποκάλυψη
που ετοιμάζεται το τέλος του να βάλει.

Στρατιές προσφύγων
τραγούδι επείγον.
Ποια Αμερική;
Ποια μουσική μου εφηβική
στη φρίκη των οβίδων;

Σ’ ονειρευόμουν
κοντά σου ερχόμουν
της υπανάπτυξης τους θειούς
Κομμουνιστές και δεξιούς
ένοιωθα μα λυπόμουν.
Απολογιόμουν
διαπληκτιζόμουν
τα τζιν ντυνόμουν.

Με τους Θεούς των τραγουδιών σου
τις καλλονές των ταινιών σου
τραβάει ψηλά η σκαλωσιά σου
προς τη μεγάλη μοναξιά σου
αυτήν του τέλους
αυτήν του τέλους
με τους αγγέλους.

Το ΚΚΕ, η εκκλησία και ο Μίκης
στις ραχούλες του δημώδους τραγουδιού ψηλά
ανταμώσανε τον Σπάρτακο ν’ ανάβει
τον καθρέφτη πάνω από το Βελιγράδι.

Μα η Νέα Ρώμη, η νέα αριστερά
καννιβαλίζει όλο χαρά
τον τελευταίο κομμουνιστή
ξεκατινιάζει
του παλιού μας τραγουδιού την ευχή:

Του κράτους η φανφάρα μη σκεπάζει
το χρώμα του αλλουνού και τη φωνή
μα ο κουφός με το σαξόφωνο
άμουσος και ατάλαντος
σολίστας για ακαύλους
δεν μπόρεσε με τ’ όργανο
το κάνει με πυραύλους.

Το φως αλλάζει
το έργο μοιάζει
τόσο αληθινό
μη πραγματικό
κι όμως το αρνί βελάζει.

Για αίμα κι άλλο
τραγούδι άλλο
ψηλά στις γέφυρες το ακούν
χορεύουν ροκ πριν σταυρωθούν
πού είναι ψυχή μου το άλλο ;
Αυτόν τον Μπάλλο
αυτόν τον Μπάλλο
να ξαναβάλω.

Μια τέχνη αναίμακτη έχω εδώ
φορώ τη μάσκα για να ιδώ
κάτι καλό στον δήμιό μας
κάτι στραβό στον εαυτό μας
να μην φοβάμαι
να μην φοβάμαι
εκεί που πάμε.

Βασίλεια, θρόνοι
γυρνούν στο χιόνι
είσαι πιο μόνη
η μόνη υπερδύναμη
η πρώτη υπερμόνη
πιο μόνη
απ’ τον Λόγο που έρχεται καινούργιος
απ’ το χιόνι…