Παντού γυρνούσα διψασμένος
φτωχός, μικρός κυνηγημένος
κι εσύ δε μ’ άνοιξες την πόρτα
κι εσύ δε μου `δωσες νερό
Μα εγώ, δεν είμαι σαν και σένα
γελώ με χείλια ματωμένα
κι αν δεν απόχτησα μια πόρτα
σαν τα πουλιά να ζω μπορώ
Γι’ αυτό μην νοιάζεσαι τι κάνω
εκεί που έφτασες δε φτάνω
κλειδώσου πίσω από την πόρτα
κι εγώ τον δρόμο μου θα βρω