x

Ιστορία

Ήρθε κατά της θάλασσας, τα μέρη μοναχή
Κείνο το διαφανόλευκο φουστάνι της φορούσε
Κρατούσε μες στα μάτια της δύο σύννεφα βροχή
Κοίταζε τον ορίζοντα και σιγοτραγουδούσε.

Η μάνα μου είναι στο νησί
Η αγάπη μου στην θάλασσα.
Η μοίρα μου έμεινε μισή
Απ’ όσο την λογάριαζα.

Περπάταγε στα κύματα κι έμοιαζε αερικό
Τ’ Αυγούστου τα φεγγάρια λες και φτιάξαν τη μορφή της
Κράτησα την εικόνα της βαθιά μου μυστικό
Και τρέχω κάθε δειλινό ν’ ακούσω τη φωνή της

Ας ήταν να `μουν δυνατός μόνο για μια στιγμή
Κι όλης της γης τη θάλασσα ας ήταν να μαζέψω
Να βρω και την αγάπη της να βρω και το νησί
Και στο λευκό της φόρεμα χάντρες να τα φορέσω.