Κανόνια το βαρούνε
το ψωροκάλυβο
στεριάς και του πελάγου
καλύβι μ’ ακριβό.
Στεριώσανε ταμπούρι
εστήθηκε ο χορός
και του κρατάει κεφάλι
ο Πανάχραντος.
Τα κύματα πυρώνεις
κόκκινε ουρανέ
θεριά θαλασσομάχοι
μεταλαβαίνουνε.
Έγια μόλα έγια λέσα έγια
κλείστηκι η καρδιά μου μέσα
καρδιά μου κάστρο άπαρτο
της λευτεριάς το φυλαχτό.